- ἀδρύφακτον
- ἀδρύφακτοςunfencedmasc/fem acc sgἀδρύφακτοςunfencedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδρύφακτος — ἀδρύφακτος, ον (Μ) [δρύφακτος] 1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα [«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)] 2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345) … Dictionary of Greek